- λαλές
- Κοινή ονομασία του φυτού Sternbergia lutea, της οικογένειας των αμαρυλλιδών. Πρόκειται για πολυετή πόα, ύψους 15 έως 30 εκ., με χοντρό και ωοειδή βολβό, 5-8 γραμμοειδή, πράσινα φύλλα και μεγάλα χρυσοκίτρινα, όρθια άνθη, που μοιάζουν με λόγχες. Ανθίζει το φθινόπωρο· φυτρώνει σε πετρώδεις, χέρσους, ορεινούς τόπους της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των Ιονίων νήσων. Πολλαπλασιάζεται με βολβούς. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι ταυτόσημο με τον κρίνο του αγρού της Βίβλου.
Dictionary of Greek. 2013.